Στροφή στην Ιδιωτική Ασφάλιση φέρνει η περικοπή των συντάξεων

Της Ευγενιας Τζωρτζη

Ο συμπληρωματικός χαρακτήρας της ιδιωτικής ασφάλισης καθίσταται για πρώτη φορά προφανής, μετά την αποσαφήνιση των αλλαγών στο σύστημα των κρατικών συντάξεων.

Η μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης σε επίπεδα κάτω του 65% από 70% σήμερα, ο υπολογισμός της σύνταξης με βάση τις εισφορές όλου του εργασιακού βίου και όχι με την καλύτερη 5ετία των τελευταίων 10 ετών ασφάλισης, αλλά και τα αντικίνητρα που συνοδεύουν την αποχώρηση από την εργασία πριν από το 65ο έτος ηλικίας, οδηγούν αναπόφευκτα σε σημαντική μείωση της σύνταξης που θα πάρουν οι αυριανοί συνταξιούχοι.

Η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών αποταμίευσης καθίσταται πλέον αναγκαία για τη συντριπτική μερίδα των σημερινών εργαζομένων, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης μετά την ηλικία των 60 ή ακόμα νωρίτερα.

Την ίδια στιγμή η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, που αυξάνει με τη σειρά της τις ανάγκες για την εξασφάλιση ενός πρόσθετου εισοδήματος στα δύσκολα χρόνια, αποτελεί πειστικό επιχείρημα για την ενίσχυση μορφών αποταμίευσης. Οι πρόσφατες μελέτες επιμένουν ότι οι σημερινοί 60άρηδες έχουν 50% πιθανότητες να ζήσουν πάνω από τα 89 χρόνια και 25% πιθανότητες να ζήσουν πάνω από τα 95, ενώ οι γυναίκες, ηλικίας σήμερα 60 ετών, έχουν 50% πιθανότητες να ζήσουν πάνω από τα 93 χρόνια και 25% να ζήσουν πάνω από τα 98.

Κόντρα άλλωστε στη λογική που υποστηρίζει ότι ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα απευθύνεται σε όσους έχουν περίσσευμα χρημάτων, η ιδιωτική ασφάλιση επιμένει ότι τα συνταξιοδοτικά προγράμματα θα πρέπει να αποτελούν πρώτη επιλογή κυρίως για τα νοικοκυριά που δεν διαθέτουν αρκετά χρήματα. Ο λόγος είναι ότι τα ασφαλιστικά προγράμματα επιτρέπουν την αποταμίευση με εκκίνηση χαμηλά ποσά που «μπαίνουν στην άκρη» συστηματικά και σε βάθος χρόνου, συσσωρεύοντας στη λήξη ένα ικανοποιητικό επίπεδο κεφαλαίου είτε με τη μορφή εφάπαξ είτε με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης.

Το βασικό τους χαρακτηριστικό που τα κάνει να υπερέχουν διακριτά από άλλες μορφές αποταμίευσης δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι καμιά άλλη μορφή αποταμίευσης δεν μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητική απόδοση με μικρές ετήσιες καταβολές της τάξης των 1.000 ευρώ τον χρόνο, όπως και καμιά άλλη μορφή τοποθέτησης δεν μπορεί να εξασφαλίσει τον συστηματικό χαρακτήρα της αποταμίευσης που εξασφαλίζει ένα μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.

Τα ασφαλιστικά προγράμματα που διαθέτουν οι εταιρείες διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τα κλασικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και τα επενδυτικά προγράμματα. Τα κλασικά προγράμματα εξασφαλίζουν συγκεκριμένη απόδοση με συγκεκριμένο ανώτατο πλαφόν που ορίζεται βάσει νόμου και το οποίο σήμερα διαμορφώνεται έως το 3,35%, αλλά η μέση απόδοση στα προγράμματα που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στην αγορά διαμορφώνεται κοντά στο 2,5%.

Εκτός από την εγγυημένη απόδοση, τα κλασικά προγράμματα επιτρέπουν συμμετοχή στην υπεραπόδοση που θα επιτύχει η εταιρεία από τη διαχείριση των κεφαλαίων της. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται ανάλογα με την εταιρεία από 70% έως και 95% και για αυτό είναι σημαντικό ο ασφαλισμένος να γνωρίζει τόσο το εγγυημένο επιτόκιο όσο και το ποσοστό διανομής της υπεραπόδοσης, που θα διαμορφώσει τελικώς το τελικό ποσό που θα εισπράξει είτε με τη μορφή εφάπαξ είτε με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης.

Τα επενδυτικά πρόγραμμα διακρίνονται με τη σειρά τους σε εκείνα των εφάπαξ καταβολών και σε εκείνα των περιοδικών καταβολών και αποτελούν ουσιαστικά επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια που προτείνει η ασφαλιστική εταιρεία. Τα προϊόντα αυτής της κατηγορίας δεν έχουν συγκεκριμένη απόδοση και ο ασφαλισμένος παίρνει ουσιαστικά το ποσό του κεφαλαίου που έχει επενδύσει, όπως αυτό θα έχει διαμορφωθεί στη λήξη.

Η επιλογή του κατάλληλου προγράμματος συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασφαλισμένου και η πιο τυπική ίσως συμβουλή είναι όσοι ενδιαφέρονται για τη δημιουργία ενός κουμπαρά που θα τους βοηθήσει να εξασφαλίσουν ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης την περίοδο της συνταξιοδότησής τους έχουν συμφέρον να επιλέξουν ένα κλασικό πρόγραμμα εγγυημένης απόδοσης.

Εγγυήσεις

Βασικό κριτήριο για την επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού προγράμματος είναι επίσης το κατά πόσο συνοδεύεται με εγγυημένη περίοδο. Πρόκειται για το διάστημα κατά το οποίο το πρόγραμμα εξακολουθεί να καταβάλλει σύνταξη στους δικαιούχους του προγράμματος ακόμα και αν ο κύριος ασφαλισμένος έχει αποβιώσει. Τα ασφαλιστικά προγράμματα που κυκλοφορούν στην αγορά δεν έχουν όλα εγγυημένη περίοδο, ενώ άλλα μπορεί να έχουν συγκεκριμένη περίοδο 5, 10 ή 15 ετών, ενώ υπάρχουν και εκείνα που έχουν μακρά περίοδο, καλύπτοντας δηλαδή τους συνδικαιούχους για όλη τη διάρκεια του βίου τους.

Πηγή:Καθημερινή  12-06-2010