Κερατέα 8 Δεκεμβρίου 1969.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1969. «Πετούμε πάνω από το Σούνιο. Προσγείωση σε 5 λεπτά». Η ώρα είναι 8.45, βράδυ της Δευτέρας, 8 Δεκεμβρίου. Το τετρακινητήριο DC-6, που εκτελεί την πτήση 945 της Ολυμπιακής με προέλευση τα Χανιά και προορισμό την Αθήνα, ειδοποιεί τον Πύργο Ελέγχου στο Ελληνικό ότι έχει θέσει σε λειτουργία το I.L.S., το τυφλό σύστημα προσγείωσης. Βρέχει και φυσάει σε όλο το ταξίδι. Η πτήση που ξεκίνησε στις 7.35 έχει καθυστέρηση γιατί ο κυβερνήτης αναγκάζεται να κάνει παρεκκλίσεις για να αποφύγει το μέτωπο της κακοκαιρίας. Δύο λεπτά απομένουν μέχρι την προσγείωση. Πάνω από την Αθήνα μαίνεται η καταιγίδα και φυσούν δυνατοί νότιοι άνεμοι. Κανονικά μετά το Σούνιο το DC-6 με τους 86 επιβάτες και το πενταμελές πλήρωμα πρέπει να ακολουθήσει τη νοητή γραμμή «Μπράβο» που οδηγεί κατευθείαν στο διάδρομο προσγείωσης του Ελληνικού. Ξαφνικά όμως στρέφεται προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, προς τα βουνά της Κερατέας. «Χάνω ύψος, χάνω ύψος», είναι τα τελευταία λόγια του κυβερνήτη. «Πήγαινε προς τη θάλασσα», απαντά ο πύργος ελέγχου. Στις 8.50 οι κάτοικοι της Κερατέας ακούνε έναν παράξενο θόρυβο πάνω από τα κεφάλια τους. Έντρομοι βγαίνουν από τα σπίτια τους και βλέπουν ένα αεροπλάνο να πετά χαμηλά και να χάνει συνεχώς ύψος. Το αεροπλάνο περνά κοντά στον τρούλο του Αγίου Δημητρίου της Κερατέας και κατευθύνεται προς το Πάνειο Όρος ή Κερατοβούνι. Ανήμποροι να βοηθήσουν, οι κάτοικοι παρακολουθούν τον θόρυβο να απομακρύνεται μέσα στο σκοτάδι και τη ραγδαία βροχή. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται μια εκκωφαντική έκρηξη. Επακολουθούν άλλες τρεις και από μακριά ξεχωρίζει η λάμψη από τις φλόγες. Το αεροπλάνο έχει συντρίβει με το εμπρόσθιο τμήμα σε χαράδρα, η άτρακτος αποκολλάται και εκσφενδονίζεται με τους 90 νεκρούς επιβάτες σε μια περίμετρο 1.500 μέτρων.

Μετά από λίγες μέρες  χτύπησε το κουδούνι ενός σπιτιού στη Νέα Φιλαδέλφεια. Η οικοδέσποινα άνοιξε και ο επισκέπτης την ρώτησε αν μπορεί να περάσει μέσα. Ήμουν φίλος του συζύγου σας της είπε και ήρθα να σας συλλυπηθώ. Ο άνδρας της ήταν επιβάτης της μοιραίας πτήσης.

Του έφτιαξε καφέ και την ώρα που άρχισαν να συζητούν, τους διέκοψαν ένα κορίτσι και ένα μικρότερο αγοράκι που ήρθαν από το παιδικό δωμάτιο να ρωτήσουν κάτι τη μαμά τους. Εκείνη τους  απάντησε τρυφερά και τα παρακάλεσε να ξαναπάνε για λίγο μέσα.

Ο επισκέπτης την ενημέρωσε τότε ότι ήταν ο ασφαλιστής του και ότι του είχε κάνει ασφάλιση ζωής αξίας 200.000 δραχμών (σημερινά περίπου 200.000 ευρώ). Συνέχισε λέγοντάς της ότι τον είχε παροτρύνει να ασφαλιστεί ένας συνάδελφός του, ο οποίος είχε κάνει παρόμοια ασφάλιση.

Η γυναίκα έμεινε για λίγο σαστισμένη. Σίγουρα τα χρήματα αυτά δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω τον άνδρα της και πατέρα των παιδιών τους. Ο θάνατος ήταν μια πραγματικότητα και δεν γινόταν να αλλάξει. Ο μπαμπάς δεν θα αγκάλιαζε ξανά τα παιδιά του ούτε θα έπαιζε πάλι μαζί τους. Θα ήταν όμως κάθε μέρα κοντά τους, στηρίζοντάς τα οικονομικά να μεγαλώσουν αξιοπρεπώς χωρίς να στερούνται. Παρά την απουσία του, θα  ήταν δίπλα τους και θα τα έκανε να αισθάνονται ασφάλεια, σιγουριά και υπερηφάνεια για εκείνον, κάτι που θα το ήθελε πολύ.

Ήθελα να κάνω αναφορά στην παραπάνω ιστορία γιατί ο επισκέπτης ασφαλιστής ήταν ο πατέρας μου. Συχνά, ακόμα και σήμερα μου λέει: Όλα στη ζωή είναι μια πρόνοια. Η εμπειρία από το επάγγελμα του ασφαλιστή που και εγώ ασκώ, με έχει διδάξει κι εμένα ότι το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφήνουμε τα πάντα στην τύχη.

Η ασφάλιση δεν είναι ένδειξη φόβου, αλλά συμβόλαιο αγάπης. Είναι ο ασφαλέστερος και οικονομικότερος τρόπος για να προστατεύσει κανείς τους αγαπημένους του και να τους δείξει πόσο κοντά τους είναι ακόμα και όταν απουσιάζει.

Share This